- πραγματεύομαι
- ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματεύομαι, Α [πράγμα, -ατος]1. ασχολούμαι με κάτι2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ.β. «εἶπε πρὸς αὐτούςπραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ)νεοελλ.εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά, αναπτύσσω ένα θέμα, γραπτά ή προφορικά, μελετώντας το σε βάθος, διεξέρχομαι, αναλύω («η μελέτη αυτή πραγματεύεται το θέμα τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων»)αρχ.1. φροντίζω για κάτι («ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες», Ηρόδ.)2. καταβάλλω προσπάθεια, αγωνίζομαι («νυνὶ δὲ πολὺ μᾱλλον πραγματεύονται ὅπως ἄρξουσι», Ξεν.)3. αφιερώνω, δαπανώ τον χρόνο μου σε εργασία («πολλάκις γὰρ ὅλην τὴν νύκτα ἄϋπνος πραγματεύει», Ξεν.)4. διεξάγω, διεκπεραιώνω μια εργασία5. (για υπάλληλο) ασχολούμαι με τη διεκπεραίωση δημόσιων υποθέσεων6. καταγίνομαι με κάτι με προσοχή και με επιμέλεια («ὑπέρ τοῡ βίου τοῡ ἐμαυτοῡ παντὸς πάντα ταῡτα πραγματεύομαι», Πλάτ.)7. επιχειρώ («τὸν δὲ δεύτερον πλοῡν ἐπὶ τῆς αἰτίας ζήτησιν ᾗ πεπραγμάτευμαι», Πλάτ.)8. (για συγγραφείς) α) εξιστορώ με επιμέλειαβ) επεξεργάζομαι, εκπονώ9. (για ιστορ. συγγραφέα) εκθέτω συστηματικά10. φιλοτεχνώ, συνθέτω («ποιητής ὢν πεπραγμάτευται περὶ τὸ ιερόν», επιγρ.)11. (παρακμ.) πεπραγμάτευμαιυφίσταμαι προσεκτική και ακριβή επεξεργασία («ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα, ἅ μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγμάτευσθαι αὐτοῑς», Πλάτ.)12. (η μτχ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πραγματευόμενοιέμποροι, πραματευτές13. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πεπραγματευμένασυνθέσεις, ποιήματα14. φρ. α) «πραγματεύομαι ἐπὶ τινι» ή «πραγματεύομαι πρός τι» — κοπιάζω για την πραγματοποίηση ενός πράγματος ή σχεδίουβ) «μηδέν πραγματεύου» — μην ανησυχείς, μην ασχολείσαι με τίποτεγ) «πραγματεύομαι ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν» — αποκτώ χρήματα κάνοντας εμπόριο και παίρνοντας δάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.